Χρωματογνωσία

chromatognosiaΠαίρνω το θάρρος να σας παρουσιάσω την πρώτη ολοκληρωμένη παιδική μου ιστορία. Η σύλληψη της ιδέας επαφίεται τόσο στην αγάπη μου για τα παιδιά, όσο και στο γνωστικό αντικείμενο με το οποίο καταπιάνομαι και σχετίζεται με την λειτουργία της ρομποτικής όρασης και επομένως των χρωμάτων. Μέσα λοιπόν από μια ιστορία, τα παιδιά κατανοούν τον τρόπο λειτουργίας της ανθρώπινης όρασης, διδάσκονται τα χρώματα και προβληματίζονται για βασικές αξίες όπως η αγάπη για την φύση, η συνεργατικότητα, η διαφορετικότητα και η φιλία.

Κείμενο: Σάββας Χατζηχριστοφής

Σκίτσα και Χρωματισμός: Μιχάλης Μιχαήλ

Επιμέλεια / Διόρθωση Κειμένου: Κωνσταντίνα Χατζηκυριάκου

Το βιβλίο απευθύνεται  σε παιδιά ηλικίας 9 ετών και άνω

Κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις ΙΤΑΝΟΣ

 

 

Τι είναι η χρωματογνωσία;

Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια περιοχή, στην οποία κάποτε η ατμόσφαιρα πλημμύριζε με μεθυστικά αρώματα του δάσους και θελκτικούς ήχους της θάλασσας. Οι χαρακτήρες τοποθετούνται σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, στο οποίο η τεχνολογία και ο άνθρωπος έχουν επιτέλους εναρμονιστεί και συμφιλιωθεί απόλυτα. Στην εποχή αυτή, κάθε παιδί έχει το δικό του ρομπότ, με το οποίο μοιράζεται ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του. Κάθε ρομπότ έχει μοναδική προσωπικότητα, ισχυρό χαρακτήρα και καλά διαμορφωμένη άποψη. Κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ο μικρός Αντρέας. Ένα ευαίσθητο και μοναχικό παιδί που αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με τον Σινόμποτ. Ο Σινόμποτ είναι ένα ρομπότ, δώρο γενεθλίων στον Αντρέα από τον πατέρα του, το οποίο λαχταρούσε πολύ πριν το αποκτήσει. Οι δύο φίλοι γίνονται αχώριστοι από την πρώτη στιγμή, παίζουν συνεχώς και χαίρονται ο ένας την παρέα του άλλου. Μια μέρα επιχειρούν να ζωγραφίσουν ένα μπουκέτο λουλούδια για να το χαρίσει ο μικρός Αντρέας στην μητέρα του. Και ακριβώς η στιγμή αυτή χαρακτηρίζεται κομβική. Ο μικρός Αντρέας συνειδητοποιεί πως ο Σινόμποτ δεν μπορεί να διακρίνει τα χρώματα. Στα μάτια του, η πολυχρωμία της ζωής περιγράφεται με αποχρώσεις του γκρι. Το πρόβλημα αυτό θα απασχολούσε στο εξής τους δυο φίλους..

Ο μικρός Αντρέας καταφεύγει στον πατέρα του για να τον συμβουλέψει τι να κάνει, μιας και ο φίλος του στενοχωριέται αφάνταστα που δεν μπορεί να γίνει μύστης της χρωματογνωσίας. Ο πατέρας του τον παραπέμπει στον κύριο Ηλία, έναν άνθρωπο που ζει στο βουνό και που είναι πρόθυμος πάντα να βοηθά όποιον τον έχει ανάγκη. Ο κύριος Ηλίας υποδέχεται με εγκαρδιότητα τους δυο φίλους και τους κάνει ένα σύντομο μάθημα για τα τρία βασικά χρώματα: το πράσινο, το μπλε και το κόκκινο (λεπτομέρειες σχετικά με τα χρώματα αυτά, τον λόγο επιλογής τους, καθώς και τον τρόπο που λειτουργεί το ανθρώπινο μάτι, δίδονται στο παράρτημα) και πως με αυτά μπορείς να δημιουργήσεις όλα τα υπόλοιπα χρώματα. Σύμφωνα με τον κύριο Ηλία, για να μπορέσει να κατακτήσει κάθε ένα από τα χρώματα αυτά ο Σινόμποτ, χρειάζεται να βρει ένα συγκεκριμένο εξάρτημα.

Αυτό που χρειάζονταν αρχικά ήταν να βρουν το Μικώνιο (λεπτομέρειες για τα ονόματα των εξαρτημάτων δίνονται επίσης στο παράρτημα). Το εξάρτημα αυτό θα βοηθούσε τον Σινόμποτ να αντιλαμβάνεται τις πράσινες αποχρώσεις και βρισκόταν στην κατοχή του Θόδωρα. Ο Θόδωρας ήταν ένα γεράκι που ζούσε στο δάσος. Οι δυο φίλοι το επόμενο πρωί κίνησαν για να τον συναντήσουν. Ο Θόδωρας τους υποδέχτηκε με πολύ θυμό και παράπονα για τους ανθρώπους, που με την στάση τους, οδήγησαν την φύση στην καταστροφή. Οι δυο φίλοι ένιωσαν συνένοχοι αφού τόσο καιρό, δεν είχαν κάνει κάτι για την αποτροπή αυτής της κατάστασης και για το λόγο αυτό αποφάσισαν να δράσουν. Με την αναδάσωση κατάφεραν να μετατρέψουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, το γκρίζο τοπίο σε ένα νέο, ζωντανό περιβάλλον. Βλέποντας λοιπόν ο Θόδωρας την προσπάθεια των δυο, χαρίζει στον Σινόμποτ το Μικώνιο για να μπορεί να χαρεί τα χρώματα του δάσους.

Μετά την επιτυχή απόκτηση των πράσινων αποχρώσεων ξεκινά η αναζήτηση των αποχρώσεων του μπλε. Σύμφωνα πάντα με τον κύριο Ηλία, για να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο χρειαζόταν ένα εξάρτημα που λεγόταν Σικώνιο και υπήρχε στην κατοχή του Φοίβου. Έτσι, ξεκινά το ταξίδι των δυο φίλων στον βυθό της θάλασσας, μιας και ο Φοίβος είναι δελφίνι. Τα πράγματα εδώ είναι πιο δύσκολα, αφού ο Φοίβος έχει προβλήματα με την υγεία του, τα οποία επηρεάζουν την μνήμη του. Η υγεία του επιδεινώνεται από το γεγονός ότι το περιβάλλον στο οποίο ζει είναι πολύ βρώμικο. Δυστυχώς, τα παιδιά δυσκολεύονται να συνεννοηθούν μαζί του, καθώς συνεχώς η μνήμη του τον εγκαταλείπει, τους συστήνεται και τους ρωτά τι θέλουν. Η λύση είναι να καθαρίσουν το περιβάλλον στο οποίο ζει ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε την κατάσταση του. Έτσι, ξεκινούν μια εκστρατεία καθαρισμού του βυθού η οποία διαρκεί αρκετές μέρες. Σε επόμενη επίσκεψή τους, και αφού η θάλασσα πλέον είναι πεντακάθαρη, ο Φοίβος παρουσιάζεται με σαφώς βελτιωμένη την κατάσταση της υγείας του. Έχει πληροφορηθεί για το τι έκαναν ο Σινόμποτ και ο μικρός Αντρέας και κατασυγκινημένος χαρίζει στον πρώτο το Σικώνιο για να μπορεί να δει το χρώμα του βυθού.

Τώρα μένει στο ρομπότ να δαμάσει τις αποχρώσεις του κόκκινου. Η είδηση όμως που βγαίνει από το στόμα του κύριου Ηλία πληγώνει αφάνταστα τον Σινόμποτ. Δυστυχώς, του ανακοινώνει πως δεν υπάρχει τρόπος να τον βοηθήσει αυτή τη φορά. Για αρκετές μέρες περιφέρονται οι δυο φίλοι στο δάσος, στην παραλία και στο βουνό ψάχνοντας να βρουν τη λύση. Ο μικρός Αντρέας στέκεται στο πλευρό του φίλου του και προσπαθεί να τον βοηθήσει. Ταυτόχρονα όμως συνειδητοποιεί πως ο Σινόμποτ γίνεται αγνώμονας. Του έχει γίνει εμμονή η κατάκτηση των κόκκινων αποχρώσεων. Δείχνει να έχει τυφλωθεί τόσο πολύ από το πάθος του, που έχει ξεχάσει την συμπαράσταση και την βοήθεια του φίλου του. Σε αυτό το σημείο, η μεγάλη φιλία φαίνεται να κλονίζεται. Το ρομπότ, κατηγορεί τον Αντρέα ότι δεν τον καταλαβαίνει και μετά από μια έντονη λογομαχία, τον εγκαταλείπει, προκειμένου να συνεχίσει μόνος του την αναζήτηση. Ο μικρός Αντρέας, πικραμένος, επιστρέφει στην μοναξιά του.

 Η τελευταία σκηνή βρίσκει τον Σινόμποτ σε ένα πανηγύρι να επιδίδεται σε διάφορα αθλήματα. Τα παιδιά που τον περιτριγυρίζουν είναι κατενθουσιασμένα μαζί του και τον επικροτούν για τις άριστες επιδόσεις του τόσο στη σκυταλοδρομία, όσο και στην άρση βαρών. Στη τελευταία δοκιμασία καλείται να μαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερα κόκκινα μπαλάκια. Η στιγμή είναι αμήχανη καθώς δεν μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα στα μπαλάκια ποια είναι τα κόκκινα. Τα παιδιά μαζεύονται γύρω του και γιουχαΐζουν. Γελούν γιατί θεωρούν ότι είναι ‘χαζός’, αφού δεν ξέρει τα χρώματα. Τα γέλια διακόπτονται από μια φωνή. Είναι ο μικρός Αντρέας που τόση ώρα βρισκόταν εκεί και παρακολουθούσε το φίλο του να αγωνίζεται και να στέφεται αρχικά νικητής. Θύμωσε πολύ και πρόσβαλε το πλήθος που τολμούσε να κοροϊδεύει τον Σινόμποτ για ένα ελάττωμα του για το οποίο δεν ευθυνόταν καθόλου, αφού έτσι είχε κατασκευαστεί. Ο Σινόμποτ αγκάλιασε το φίλο του και μετάνιωσε πικρά που τόσο καιρό τον είχε στενοχωρήσει. Κατάλαβε πως δεν τον ενδιέφερε πλέον τίποτα άλλο, αν δεν είχε στη ζωή τον φίλο του. Την ίδια στιγμή συνέβη κάτι παράξενο και πρωτόγνωρο…. Η συνέχεια, στο βιβλίο 🙂  

Χρωματίστε με τα δικά σας χρώματα τις εικόνες του βιβλίου